ρουτίνα

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η συνήθεια να ενεργεί κάποιος μηχανικά, κατά τον ίδιο πάντοτε τρόπο
2. η έλλειψη πρωτοτυπίας, πρωτοβουλίας, διάθεσης για αλλαγή
3. φρ. α) «η καθημερινή ρουτίνα» — πληκτική κατάσταση, χωρίς ενδιαφέρον
β) «άνθρωπος της ρουτίνας» — άτομο που ενεργεί τυπικά, χωρίς ιδιαίτερη συμβολή σε κάτι
γ) «εξέταση [[[έλεγχος]], επίσκεψη] ρουτίνας» — κάτι που γίνεται πανομοιότυπα, κατά τον συνήθη πάντοτε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. routine < route «δρόμος, οδός»].