μαιανδρώδης

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιανδρώδης Medium diacritics: μαιανδρώδης Low diacritics: μαιανδρώδης Capitals: ΜΑΙΑΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: maiandrṓdēs Transliteration B: maiandrōdēs Transliteration C: maiandrodis Beta Code: maiandrw/dhs

English (LSJ)

μαιανδρώδες, winding, Ph.Bel.86.5.

Greek Monolingual

μαιανδρώδης, -ῶδες (Α) μαίανδρος
αυτός που μοιάζει με μαίανδρο κατά το σχήμα.

German (Pape)

ες, verschlungen, Sp.