μακελλάρης
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Greek (Liddell-Scott)
μακελλάρης: ὁ, = μακελλάριος, κρεοπώλης, Πτωχοπρόδρ. 1, 335, 337.
Greek Monolingual
ο (AM μακελλάριος, Μ και μακελλάρης)
1. σφαγέας ζώων
2. κρεοπώλης, χασάπης
νεοελλ.
μτφ. θηριώδης, φονιάς, αιμοχαρής, απάνθρωπος
μσν.
πιθ. φρουρός, σωματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «σφαγείο» + κατάλ. -άρης (πρβλ. λατ. macell-arius)].