μακρόγενυς
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
υ, gen. υος, with long jaw-bones, Adam.2.23.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόγενυς: υ, ὁ ἔχων μακρὰς γένυς ἤτοι σιαγόνας, Ἀδαμ. Φυσιογν. σ. 396.
Greek Monolingual
μακρόγενυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μακριά σαγόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + γένυς «γενειάδα» (πρβλ. οξύγενυς, χαλκόγενυς)].
German (Pape)
mit langen, großen Kinnbacken, Adamant. Physiogn.