μαραθώνιος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

-α, -ο (AM μαραθώνιος, -ία, -ον) Μαραθώνας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα
II νεοελλ.
1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια
ο κάτοικος του Μαραθώνα
2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια («μαραθώνια συνεδρίαση»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο μαραθώνιος
μτφ. επίπονη προσπάθεια
4. φρ. «μαραθώνιος δρόμος» ή, απλώς, «μαραθώνιος» — αγώνας δρόμου από τον Μαραθώνα ώς την Αθήνα, που έχει συμπεριληφθεί και στα σύγχρονα ολυμπιακά αγωνίσματα και περιλαμβάνεται επίσης σε όλες τις μεγάλες συναντήσεις στίβου, είναι απόστασης 42 χιλιομέτρων και καθιερώθηκε σε ανάμνηση της διαδρομής του οπλίτη Φειδιππίδη από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για την αναγγελία της νίκης τών Ελλήνων κατά τη μάχη του Μαραθώνα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Μαραθώνια
εορτές που γίνονταν σε ανάμνηση της νίκης τών Ελλήνων επί τών Περσών στον Μαραθώνα.