μαχαιροφόρος

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιροφόρος Medium diacritics: μαχαιροφόρος Low diacritics: μαχαιροφόρος Capitals: ΜΑΧΑΙΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: machairophóros Transliteration B: machairophoros Transliteration C: machairoforos Beta Code: maxairofo/ros

English (LSJ)

μαχαιροφόρον, wearing a sabre, of Egyptians, Hdt.9.32; μαχαιροφόρον ἔθνος, of Persians, A.Pers.56 (anap.); of Thracians, Th.2.96, 7.27:—as substantive, swordsman, Plb.38.7.2, Plu.Sull.8, etc.; freq. of military police in Egypt, PAmh.2.38 (ii B.C.), PTeb.35.13 (ii B.C.), OGI737.6 (ii B. C.), Sammelb.46, Ostr.Bodl. iii 64, etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porteur d'un sabre.
Étymologie: μάχαιρα, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχαιροφόρος: вооруженный саблей (Καλοισίριες Her.; ἔθνος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιροφόρος: -ον, ὁ φορῶν μάχαιραν, ἐπὶ τῶν Αἰγυπτίων, Ἡρόδ. 9. 32· ἐπὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 56· ἐπὶ τῶν Θρᾳκῶν, Θουκ. 2. 96., 7. 27.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μαχαιροφόρος, -ον)
αυτός που κρατάει μαχαίρι, ο οπλισμένος με μαχαίρι («τὸ μαχαιροφόρον ἔθνος ἐκ πάσης Ἀσίας ἕπεται», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ο μαχαιροβγάλτης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.μαχαιροφόρος
ο οπλισμένος με πολεμική μάχαιρα, ο ξιφοφόρος
2. (στην Αίγυπτο) ο αστυνομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -φόρος].

Greek Monotonic

μᾰχαιροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει μικρό ξίφος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

μᾰχαιρο-φόρος, ον φέρω
wearing a sabre, Hdt., Aesch., etc.

English (Woodhouse)

armed with a dagger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

gladio armatus, armed with a sword, 2.96.2, 2.98.4. 7.27.1.