μεγαλοβλαβής

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοβλᾰβής Medium diacritics: μεγαλοβλαβής Low diacritics: μεγαλοβλαβής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΒΗΣ
Transliteration A: megaloblabḗs Transliteration B: megaloblabēs Transliteration C: megalovlavis Beta Code: megaloblabh/s

English (LSJ)

μεγαλοβλαβές, greatly injuring, Apollon.Lex.s.v. ἄη.

German (Pape)

[Seite 105] ές, sehr schadend, Erkl. von ἄητον, Apoll. L. H.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοβλαβής: -ές, ὁ μεγάλην βλάβην προξενῶν, Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ.

Greek Monolingual

μεγαλοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που προξενεί μεγάλη βλάβη, πολύ βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενοβλαβής].