μελάνζωνος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
μελάνζωνον, with black girdle, Nonn. D. 31.116.
German (Pape)
[Seite 119] mit schwarzem Gürtel, Nonn. D. 31, 116.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνζωνος: -ον, ὁ φορῶν μέλαιναν ζώνην, Νόνν. Δ. 31. 116.
Greek Monolingual
μελάνζωνος, -ον (Μ)
αυτός που φορά μαύρη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύζωνος, καλλίζωνος)].