μελίγδουπος

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐ́γδουπος Medium diacritics: μελίγδουπος Low diacritics: μελίγδουπος Capitals: ΜΕΛΙΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: melígdoupos Transliteration B: meligdoupos Transliteration C: meligdoupos Beta Code: meli/gdoupos

English (LSJ)

μελίγδουπον, sweet-sounding, ἀοιδαί Id.N.11.18.

German (Pape)

[Seite 122] süß, angenehm rauschend, tönend, ἀοιδαί, Pind. N. 11, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux son.
Étymologie: μέλι, γδουπέω.

Russian (Dvoretsky)

μελίγδουπος: сладостно звучащий (ἀοιδαί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίγδουπος: -ον, ὁ ἡδέως ἠχῶν, ἀοιδὴ Πινδ. Ν. 11. 23.

English (Slater)

μελίγδουπος, -ον sounding honey sweet μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς (N. 11.18)

Greek Monolingual

μελίγδουπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει γλυκό ήχο, που ηχεί ευχάριστα, γλυκός, γλυκύφωνος («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γδοῦπος (πρβλ. μεγαλό-γδουπος)].

Greek Monotonic

μελίγδουπος: -ον, γλυκόλαλος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μελί-γδουπος, ον
sweet-sounding, Pind.