μελίγδουπος
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
μελίγδουπον, sweet-sounding, ἀοιδαί Id.N.11.18.
German (Pape)
[Seite 122] süß, angenehm rauschend, tönend, ἀοιδαί, Pind. N. 11, 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au doux son.
Étymologie: μέλι, γδουπέω.
Russian (Dvoretsky)
μελίγδουπος: сладостно звучащий (ἀοιδαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίγδουπος: -ον, ὁ ἡδέως ἠχῶν, ἀοιδὴ Πινδ. Ν. 11. 23.
English (Slater)
μελίγδουπος, -ον sounding honey sweet μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς (N. 11.18)
Greek Monolingual
μελίγδουπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει γλυκό ήχο, που ηχεί ευχάριστα, γλυκός, γλυκύφωνος («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γδοῦπος (πρβλ. μεγαλό-γδουπος)].
Greek Monotonic
μελίγδουπος: -ον, γλυκόλαλος, σε Πίνδ.