μελλέπταρμος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
μελλέπταρμον, just going to sneeze, Arist.Pr.958a15.
German (Pape)
[Seite 125] ὁ, der niesen will und dabei das Weiße im Auge nach oben kehrt, Arist. probl. 31, 7.
Russian (Dvoretsky)
μελλέπταρμος: собирающийся чихнуть Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέπταρμος: -ον, ὁ μέλλων ἢ ἕτοιμος νὰ πταρῇ, νὰ «φτερνισθῇ», Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 5· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύν. 769.
Greek Monolingual
μελλέπταρμος, -ον (Α)
έτοιμος να φταρνιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πταρμός (< πτάρνυμαι)].