μεσοδάκτυλον

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοδάκτῠλον Medium diacritics: μεσοδάκτυλον Low diacritics: μεσοδάκτυλον Capitals: ΜΕΣΟΔΑΚΤΥΛΟΝ
Transliteration A: mesodáktylon Transliteration B: mesodaktylon Transliteration C: mesodaktylon Beta Code: mesoda/ktulon

English (LSJ)

τό, space between two fingers or toes, Dsc.4.186 (condemned by Phryn. 172).

Greek (Liddell-Scott)

μεσοδάκτῠλον: τό, τὸ διάστημα τὸ μεταξὺ δύο δακτύλων τῆς χειρὸς ἢ τοῦ ποδός, Διοσκ. 4. 188. - Ὁ Φρύνιχος (194) ἀποδοκιμάζει σφόδρα τὴν λέξιν: «μεσοδάκτυλα· ἐναυτίασα τοῦτο ἀκούσας τοὔνομα· λέγωμεν οὖν, τὰ μέσα τῶν δακτύλων».

Greek Monolingual

μεσοδάκτυλον, τὸ (ΑM, Μ και μεσοδάχτυλον)
το διάστημα μεταξύ δύο δακτύλων του ποδιού ή του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δάκτυλον].