μεσοπαγής
English (LSJ)
μεσοπαγές, Ep. μεσσο-, (παγῆναι) fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος drove it in up to the middle, Il.21.172:—Aristarch. preferred the v.l. μεσσοπαλές, quivering up to the middle (cf. Hsch.); but it is doubtful whether -παλές could mean quivering, and μεσσοπαγής is found in late Poets, as Nonn. D. 1.233.
German (Pape)
[Seite 139] ές, in der Mitte befestigt, Sp., s. das Folgde.
Russian (Dvoretsky)
μεσοπᾰγής: эп. μεσσοπᾰγής 2 вбитый до середины, вонзенный до половины (ἔγχος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπᾰγής: -ές, Ἐπικ. μεσσο-, (παγῆναι) ὁ μέχρι τοῦ μέσου ἐμπεπηγμένος, μεσσοπαγὲς δ’ ἄρ’ ἔθηκε κατ’ ὄχθης μείλινον ἔγχος, τὸ ἐνέπηξε μέχρι τοῦ μέσου, Ἰλ. Φ. 172· - ὁ Ἀρίσταρχ. προυτίμα μεσσοπαλές, παλλόμενον ἀπὸ τοῦ μέσου, ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἁρμόζει εἰς τὴν ἔννοιαν, τὸ δὲ μεσσοπαγὴς εὑρίσκεται καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Συνεσ. Ὕμν. 6. 9, Νόνν. Δ. 1. 233.
Greek Monolingual
μεσοπαγής και επικ. τ. μεσσοπαγής, -ές (Α)
αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -παγής(< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην του πήγνυμι), πρβλ. δροσοπαγής, χρυσοπαγής (για τον τ. με δύο -σσ
βλ. λ. μέσος)].
Greek Monotonic
μεσοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), Επικ. μεσσο-, αυτός που έχει σταθεροποιηθεί, μπηχτεί στο μέσον, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε ἔγχος, έμπηξε το δόρυ του ως το μέσον, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
μεσο-πᾰγής, ές πήγνυμι
fixed up to the middle, μεσσοπαγὲς δ' ἄρ' ἔθηκε ἔγχος drove the spear in up to the middle, Il.