μεσσοπαγής
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
v. μεσοπαγής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fiché par le milieu.
Étymologie: μέσος, πήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
μεσσοπαγής: -παλής, -πορος, -πύλη, ἴδε ἐν λ. μεσοπ-.
English (Autenrieth)
ές (πήγνῦμι): fixed up to the middle; ἔθηκεν ἔγχος, drove the spear half its length firm into the bank, Il. 21.172 (v.l. μεσσοπαλές, ‘vibrating to the middle’).
Greek Monolingual
μεσσοπαγής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. μεσοπαγής.
Greek Monotonic
μεσσοπαγής: -πορος, βλ. μεσο-.