μετάταξη
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
η (Α μετάταξις) μετατάσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετατάσσω, μεταβολή της τάξης, της σειράς, τακτοποίηση με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ναυτ. κάθε κίνηση ναυτικών δυνάμεων που γίνεται εν πλω με σκοπό την αλλαγή του σχηματισμού, μετασχηματισμός
2. στρ. μεταφορά στρατιωτικού από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο («μετάταξη από το ναυτικό στην αεροπορία»)
3. (γενικά) μετάθεση δημόσιου υπαλλήλου σε ομοιόβαθμη κενή θέση άλλου υπηρεσιακού κλάδου
αρχ.
1. η μεταβολή της παράταξης στη μάχη
2. προαγωγή, προβιβασμός.