μεταγωγέας
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
ο (ΑM μεταγωγεύς, -έως)
μεταγωγός, μεταφορέας, αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλο ή από μια κατάσταση σε άλλη
αρχ.
ονομασία επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀγωγεύς (< ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς. Ο νεοελλ. τ. μεταγωγέας κατά τα αρσ. σε -ας].