μεταγωγέας

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

ο (ΑM μεταγωγεύς, -έως)
μεταγωγός, μεταφορέας, αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλο ή από μια κατάσταση σε άλλη
αρχ.
ονομασία επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀγωγεύς (< ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς. Ο νεοελλ. τ. μεταγωγέας κατά τα αρσ. σε -ας].