μητράριον
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
τό, Dim. of μήτηρ, Lat. matercula, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 179] τό, dim. von μήτηρ, Mütterchen (?).
Greek (Liddell-Scott)
μητράριον: ὑποκορ. τοῦ μήτηρ, Λατ. matercula, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μητράριον, τὸ (Α)
υποκορ. του μήτηρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + υποκορ. κατάλ. -άριον].