μισοπάρθενος
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
μισοπάρθενον, hating maidens, Ps.-Plu.Fluv.23.2.
German (Pape)
[Seite 192] Jungfrauen hassend, Plut. de fluv. 23, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait les jeunes filles.
Étymologie: μισέω, παρθένος.
Russian (Dvoretsky)
μῑσοπάρθενος: ненавидящий девушек Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπάρθενος: -ον, ὁ μισῶν τὰς παρθένους, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1164F.
Greek Monolingual
μεσοπάρθενος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τις παρθένες και την παρθενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πάρθενος (< παρθένος), πρβλ. μιξοπάρθενος].