μισορώμαιος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσορώμαιος Medium diacritics: μισορώμαιος Low diacritics: μισορώμαιος Capitals: ΜΙΣΟΡΩΜΑΙΟΣ
Transliteration A: misorṓmaios Transliteration B: misorōmaios Transliteration C: misoromaios Beta Code: misorw/maios

English (LSJ)

μισορώμαιον, Roman-hater, Plu.Ant.54.

German (Pape)

[Seite 192] ὁ, der Römerfeind, Plut. Anton. 54.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui hait les Romains.
Étymologie: μισέω, Ῥωμαῖος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσορώμαιος: ненавидящий римлян Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσορώμαιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς Ρωμαίους, Πλουτ. Ἀντ. 54.

Greek Monolingual

μισορώμαιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Ρωμαῖος].

Greek Monotonic

μῑσορώμαιος: -ον, αυτος που μισεί τους Ρωμαίους, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μῑσο-ρώμαιος, ον
a Roman-hater, Plut.