μισορώμαιος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
μισορώμαιον, Roman-hater, Plu.Ant.54.
German (Pape)
[Seite 192] ὁ, der Römerfeind, Plut. Anton. 54.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui hait les Romains.
Étymologie: μισέω, Ῥωμαῖος.
Russian (Dvoretsky)
μῑσορώμαιος: ненавидящий римлян Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσορώμαιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς Ρωμαίους, Πλουτ. Ἀντ. 54.
Greek Monolingual
μισορώμαιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Ρωμαῖος].
Greek Monotonic
μῑσορώμαιος: -ον, αυτος που μισεί τους Ρωμαίους, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μῑσο-ρώμαιος, ον
a Roman-hater, Plut.