μολύβδιον
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
English (LSJ)
τό,
A leaden weight, Hp.Art.14.
II sound for the uterus, Id.Mul.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 200] τό, bleierne Röhre, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδιον: τό, βάρος ἐκ μολύβδου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791.
Greek Monolingual
και μολίβι, το (Α μολύβιον και μολίβιον και μολύβδιον, Μ μολύβιν και μολύβι και μολύβδι)
νεοελλ.
1. όργανο γραφής από γραφίτη ή άλλη χρωστική ύλη που περιέχεται σε λεπτό ξύλινο κύλινδρο, αλλ. μολυβδοκόντυλο
2. βλήμα πυροβόλου όπλου κατασκευασμένο από μόλυβδο
3. η μολυβήθρα
4. καθετί που είναι πολύ βαρύ
νεοελλ.-μσν.
το μέταλλο μόλυβδος
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολυβδωμένος σωλήνας
3. μήλη για εξέταση της μήτρας
4. υποκορ. του μόλυβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβ-ιον < μόλυβος + υποκορ. κατάλ. -ιον. Ο τ. μολύβδιον < μόλυβδος.