μοναδιαῖος
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
α, ον, of unit magnitude, διαστήματα Hero Metr. 2 Praef.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μοναδιαῖος, -αία, -ον)
αυτός που έχει μέγεθος μονάδας
νεοελλ.
φρ. «μοναδιαίο διάνυσμα»
μαθημ. διάνυσμα του οποίου το μέτρο είναι ίσο με την μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, -άδος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μναιαίος)].