μονοσύλλαβος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
μονοσύλλαβον,
A monosyllabic, of one syllable, of words, D.T.641.16, D.H.Comp.17, A.D.Pron. 27.2, al. Adv. μονοσυλλάβως = with a single syllable, in a single syllable, Sch.Ar.Pl.143, al.
II dealing in monosyllables, of grammarians, Herodic. ap. Ath.5.222a; πᾶς δεσπότης δούλῳ μ. Demetr.Eloc.7.
German (Pape)
[Seite 205] einsilbig, Gramm. u. Scholl., auch adv., Schol. Ar. Plut. 143.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 formé d'une seule syllable, monosyllabe;
2 qui ne s'occupe que de syllabes (ironiq. en parl. de grammairien);
3 qui ne parle que par monosyllabes.
Étymologie: μόνος, συλλαβή.
Russian (Dvoretsky)
μονοσύλλᾰβος: грам. односложный.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ μιᾶς μόνης συλλαβῆς ἀποτελούμενος, ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 17. - Ἐπίρρ. -βως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 143, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ περὶ μονοσυλλάβων πραγματευόμενος, ἐπὶ τῶν γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 35· πᾶς δεσπότης δούλῳ μονοσύλλαβος, ὁμιλεῖ αὐτῷ μονοσυλλάβως, Δημήτρ. Φαλ. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοσύλλαβος, -ον)
1. (για λέξεις) αυτός που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή
2. μτφ. αυτός που απαντά μονολεκτικά
αρχ.
(ειρων. για τους γραμματικούς) αυτός που ασχολείται μόνο με τις συλλαβές τών λέξεων.
επίρρ...
μονοσυλλάβως και μονοσύλλαβα (Α μονοσυλλάβως)
με μία μόνο συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πολυσύλλαβος].
Greek Monotonic
μονοσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), ο αποτελούμενος από μία συλλαβή, αυτός που ασχολείται ή πραγματεύεται τα μονοσύλλαβα, λέγεται για τους γραμματικούς, σε Ανθ.
Middle Liddell
μονο-σύλλᾰβος, ον [συλλαβη]
of one syllable, dealing in monosyllables, of grammarians, Anth.
Translations
monosyllabic
Armenian: միավանկ; Belarusian: аднаскладовы; Breton: unsilabennek; Bulgarian: едносричен; Burmese: ဧကဝဏ္ဏ; Catalan: monosíl·lab, monosil·làbic; Chinese Mandarin: 單音節的, 单音节的, 一音節的, 一音节的; Czech: jednoslabičný; Dutch: eenlettergrepig; Faroese: einstavilsis-, við einum stavilsi; Finnish: yksitavuinen; French: monosyllabique; German: einsilbig, monosyllabisch; Greek: μονοσύλλαβος; Ancient Greek: μονοσύλλαβος; Hungarian: egy szótagú, egy szótagos; Icelandic: einkvæður; Irish: aonsiollach; Italian: monosillabico; Japanese: 単音節; Korean: 단음절의; Macedonian: едносложен; Plautdietsch: eensilbich; Polish: jednosylabowy; Portuguese: monossilábico, monossílabo; Romanian: monosilabic; Russian: односложный; Slovak: jednoslabičný; Spanish: monosílabo; Swedish: enstavig; Tagalog: sampantig; Ukrainian: односкладовий; Vietnamese: đơn âm tiết; Volapük: balsilabik, basilabik