μπόχα
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
η
δυσοσμία, δυσάρεστη οσμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόχα < απο-χύνω «αναδίδω». Κατ' άλλους < μπούφφα < υπ-όμφα].