μυιοειδής

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυιοειδής Medium diacritics: μυιοειδής Low diacritics: μυιοειδής Capitals: ΜΥΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myioeidḗs Transliteration B: muioeidēs Transliteration C: myioeidis Beta Code: muioeidh/s

English (LSJ)

μυιοειδές, like a fly, Cass.Pr.19.

German (Pape)

[Seite 216] ές, fliegenartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυῖαν, Κασσ. Πρβλ. 10.

Greek Monolingual

-ές (Α μυιοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με μύγα
αρχ.
φρ. «μυιοειδῆ ὁρᾱν» — οι «ιπτάμενες μύγες», νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι βλέπει μύγες να πετούν μπροστά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -ειδής].