μυροπώλιον
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
English (LSJ)
(in codd. sometimes μυροπωλεῖον), τό, perfumer's shop, perfumery Lys.24.20, D.25.52,34.13, Hyp.Ath.6, Phld.Ir. p.47 W.
German (Pape)
[Seite 221] τό, = μυροπωλεῖον, Plut. Timol. 14 u. öfter als v.l.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. μυροπωλεῖον.
Russian (Dvoretsky)
μῠροπώλιον: τό Plut. = μυροπωλεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροπώλιον: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -εῖον), τό, κατάστημα ἔνθα πωλοῦνται μύρα, κατάστημα μυρεψοῦ, Λυσ. 170. 8, Δημ. 786. 8., 911. 13.
Greek Monolingual
το (Α μυροπώλιον) μυροπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται μύρα, αρώματα, το μυροπωλείο.
Greek Monotonic
μῠροπώλιον: τό, κατάστημα αρωματοπώλη, σε Δημ.
Middle Liddell
μῠροπώλιον, ου, τό,
a perfumer's shop, Dem.
English (Woodhouse)
Translations
Catalan: perfumeria; Czech: voňavkářství; Finnish: parfymeria; French: parfumerie; Galician: perfumaría, perfumería; German: Parfümerie; Hungarian: illatszerbolt, parfüméria; Italian: profumeria; Norman: parfunm'thie; Persian: عطاری, عطرفروشی; Piedmontese: përfumarìa; Polish: perfumeria; Portuguese: perfumaria; Russian: парфюме́рия; Turkish: parfümeri