μυωπικός

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύωπα ή στη μυωπία ή αυτός που πάσχει από μυωπία («μυωπικά γυαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myopic < αγγλ. myope < υστερολατ. myops < μύωψ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Α. Ισηγόνη στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].