μόχθημα

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόχθημα Medium diacritics: μόχθημα Low diacritics: μόχθημα Capitals: ΜΟΧΘΗΜΑ
Transliteration A: móchthēma Transliteration B: mochthēma Transliteration C: mochthima Beta Code: mo/xqhma

English (LSJ)

-ατος, τό, always in plural, toils, hardships, A. Pr.464, S.OC1616; τεκτόνων μ. E.Ion1129.

German (Pape)

[Seite 212] τό, Anstrengung, Mühsal, = μόχθος, im plur., Aesch. Prom. 462, Soph. O. C. 1612, πολλὰ παρ' ἀσπίδα μοχθήματ' ἐξέπλησας Eur. Hel. 741, σκηνὰς ἀνίστη τεκτόνων μοχθήμασιν Ion 1129.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 travail;
2 souffrance.
Étymologie: μοχθέω.

Russian (Dvoretsky)

μόχθημα: ατος τό (только pl.)
1 труд, напряжение Aesch.;
2 страдание, мучение Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μόχθημα: τό, ἀείποτε κατὰ πληθ., μοχθήματα, κόποι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 464, Σοφ. Ο. Κ. 1616, Εὐρ. Ἴων. 1129.

Greek Monolingual

μόχθημα, τὸ (Α) μοχθώ
1. μόχθος, κόπος
2. στον πληθ. τὰ μοχθήματα
κακοπάθειες, βάσανα.

Greek Monotonic

μόχθημα: -ατος, τό, πάντοτε στον πληθ., κόποι, δυσκολίες, στους Τραγ.

Middle Liddell

μόχθημα, ατος, τό, [from μοχθέω
always in plural toils, hardships, Trag.