μόχθημα
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
-ατος, τό, always in plural, toils, hardships, A. Pr.464, S.OC1616; τεκτόνων μ. E.Ion1129.
German (Pape)
[Seite 212] τό, Anstrengung, Mühsal, = μόχθος, im plur., Aesch. Prom. 462, Soph. O. C. 1612, πολλὰ παρ' ἀσπίδα μοχθήματ' ἐξέπλησας Eur. Hel. 741, σκηνὰς ἀνίστη τεκτόνων μοχθήμασιν Ion 1129.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 travail;
2 souffrance.
Étymologie: μοχθέω.
Russian (Dvoretsky)
μόχθημα: ατος τό (только pl.)
1 труд, напряжение Aesch.;
2 страдание, мучение Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
μόχθημα: τό, ἀείποτε κατὰ πληθ., μοχθήματα, κόποι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 464, Σοφ. Ο. Κ. 1616, Εὐρ. Ἴων. 1129.
Greek Monolingual
μόχθημα, τὸ (Α) μοχθώ
1. μόχθος, κόπος
2. στον πληθ. τὰ μοχθήματα
κακοπάθειες, βάσανα.
Greek Monotonic
μόχθημα: -ατος, τό, πάντοτε στον πληθ., κόποι, δυσκολίες, στους Τραγ.
Middle Liddell
μόχθημα, ατος, τό, [from μοχθέω
always in plural toils, hardships, Trag.