труд
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Russian > Greek
ἆθλος, άεθλος, πραγματεία, σπούδασμα, χειρωναξία, χειρωναξίη, λατρεία, πόνησις, μόχθημα, πόνημα, διαπόνημα, μόγος, κόπος