νειδίζω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

και νείζω
προσβάλλω την τιμή κάποιου, ονειδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω με σίγηση του αρκτικού άτονου ο-. Ο τ. νείζω < νείδι (πρβλ. πριονίζω: πριονίδι)].