νερτέριος
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
α, ον, underground, Orph.A.1372, AP9.459, etc.; οἱ ν. ib.7.601 (Jul. Aeg.).
German (Pape)
[Seite 246] was unten, unter der Erde ist, unterirdisch; ποιναί, Man. 6, 178; γαίη, Ep. ad. 727 (App. 153).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des enfers, infernal.
Étymologie: νέρτερος.
Greek (Liddell-Scott)
νερτέριος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, καταχθόνιος, Λατ. inferus, Ὀρφ. Ἀργ. 1369, Ἀνθ. Π. 9. 459, κτλ.· οἱ νερτέριοι αὐτόθι 7. 601.
Spanish
infernal, del mundo subterráneo
Greek Monolingual
νερτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νέρτερος
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νερτέριοι
οι νεκροί.
Greek Monotonic
νερτέριος: -α, -ον (νέρτερος), υπόγειος, καταχθόνιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
νερτέριος, η, ον νέρτερος
underground, anth.
Léxico de magia
-ον infernal, del mundo subterráneo de Hécate-Selene χαῖρε, θεά, καὶ σαῖσιν ἐπωνυμίαις ἐπάκουσον, ... ὀρίπλανε εἰνοδία τε, νερτερία te saludo, diosa, y escucha por tus sobrenombres, que vagas por montes, diosa de los caminos, infernal P IV 2563 P IV 2854