νοταπηλιώτης
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
νοταπηλιώτου, ὁ, south-east wind, Ptol.Tetr.60, Vett.Val.145.15, PMag.Par.1.1647.
Greek (Liddell-Scott)
νοτᾰπηλιώτης: -ου, ὁ, ὁ νοτιοανατολικὸς ἄνεμος, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 87, κτλ.· νοτᾰπηλιωτικός, ή, όν, νοτιοανατολικός, αὐτόθι σ. 85.
Greek Monolingual
νοταπηλιώτης, ὁ (Α)
άνεμος ο οποίος πνέει από τον νότο και την ανατολή, ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + ἀπηλιώτης «ανατολικός άνεμος»].
German (Pape)
ὁ, Südostwind, auch von der Himmelsgegend, Südost, Procl., und