ξεσηκωμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο ξεσηκώνω
1. βίαιη και γρήγορη μετακίνηση, αναχώρηση ύστερα από πίεση
2. επανάσταση, εξέγερση («ο ξεσηκωμός του 1821»)
3. αναστάτωση
4. παρακίνηση, υποκίνηση, παρόρμηση.
ο ξεσηκώνω
1. βίαιη και γρήγορη μετακίνηση, αναχώρηση ύστερα από πίεση
2. επανάσταση, εξέγερση («ο ξεσηκωμός του 1821»)
3. αναστάτωση
4. παρακίνηση, υποκίνηση, παρόρμηση.