ορδή
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
Greek Monolingual
η
1. απειθάρχητο στίφος, συρφετός, μπουλούκι, που συνήθως επιδίδεται σε βιαιοπραγίες και καταστροφές
2. τύπος κοινωνικής οργάνωσης νομαδικών συνήθως συνόλων αποτελούμενος από μικρό αριθμό οικογενειών, με 30 έως 50 άτομα συνολικά, που αποσκοπεί στην ασφάλεια και την επιβίωση της ομάδας και που μπορεί να είναι τμήμα μιας μεγαλύτερης κοινότητας, της φυλής
3. εχθρικός στρατός που λεηλατεί και καταστρέφει τη χώρα από την οποία διέρχεται
4. φρ. α) «Λευκή Ορδή» και «Κυανή (ή Γαλάζια) Ορδή» — ονομασία του χανάτου τών Μογγόλων το οποίο απέσπασε από την Χρυσή Ορδή ο Ορντά, στο έδαφος του σημερινού Καζαχστάν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα
β) «Χρυσή Ορδή» — το δυτικό τμήμα της μογγολικής αυτοκρατορίας, στο οποίο κατά τον 13ο ώς τα τέλη του 14ου αιώνα ανήκαν τεράστια εδάφη, από τα Καρπάθια και τον Εύξεινο Πόντο ώς τα Ουράλια και ώς τα βάθη της Σιβηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ταταρ. (h)orda].