οφθαλμοστάτης

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για απομάκρυνση τών βλεφάρων και στερέωση του οφθαλμικού βολβού με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση εγχείρησης στον οφθαλμό.