οἰστικός
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
οἰστική, οἰστικόν,
A productive, ὑγιείας Sch.Pl.Grg. 450a; καρπῶν Ph. 1.589, cf. 110; μεγάλων φόβων Orib.Fr.72. Adv. οἰστικῶς, ἔχειν to be productive, Iamb.VP5.28 (s.v.l.).
II able to bear, πόνων Corn. ND28; κχκουχιῶν Ptol.Tetr.145.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος, ἐπιτήδειος νὰ φέρῃ, ὑγιείας Σχόλ. εἰς Πλάτ.· ὁ φέρων, Φίλων 1. 110, Ὠριγέν., κλ.· - Ἐπίρρ., οἰστικῶς ἔχουσαν, παράγουσαν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 28. ΙΙ. ἱκανὸς νὰ φέρῃ, πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 28.
Greek Monolingual
οἰστικός, -ή, -όν (Α) οιστός
1. αυτος που παράγει κάτι, παραγωγικός («οἰστικὸς καρπών», Φίλ.)
2. αυτός που είναι ικανός να υποφέρει, να υπομένει κάτι, ανεκτικός («πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν», Κορνούτ.).
επίρρ...
οἰστικῶς (Α)
1. με οιστικό τρόπο
2. φρ. «οἰστικῶς ἔχω» — είμαι παραγωγικός, παράγω.