οἰστροφόρος
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
οἰστροφόρον, maddening, Παφίη AP5.233(Paul. Sil.).
German (Pape)
einen Stachel tragend, zur Wut oder Leidenschaft anreizend, Παφίη, Paul.Sil. 32 (V.234).
Russian (Dvoretsky)
οἰστροφόρος: носящий в себе жало, т. е. возбуждающий любовную страсть (Παφίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροφόρος: -ον, ὁ ἐπιφέρων μανίαν, Ἀνθ. Π. 5. 234.
Greek Monolingual
οἰστροφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -φόρος].