οἰστροφόρος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
οἰστροφόρον, maddening, Παφίη AP5.233(Paul. Sil.).
German (Pape)
einen Stachel tragend, zur Wut oder Leidenschaft anreizend, Παφίη, Paul.Sil. 32 (V.234).
Russian (Dvoretsky)
οἰστροφόρος: носящий в себе жало, т. е. возбуждающий любовную страсть (Παφίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροφόρος: -ον, ὁ ἐπιφέρων μανίαν, Ἀνθ. Π. 5. 234.
Greek Monolingual
οἰστροφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -φόρος].