οὐρανοῦχος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοῦχος Medium diacritics: οὐρανοῦχος Low diacritics: ουρανούχος Capitals: ΟΥΡΑΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: ouranoûchos Transliteration B: ouranouchos Transliteration C: ouranoychos Beta Code: ou)ranou=xos

English (LSJ)

οὐρανοῦχον, (ἔχω) holding heaven, οὐ. ἀρχά the rule of heaven, A.Ch.960 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 418] den Himmel innehabend, bewohnend, ἀρχά, Aesch. Ch. 954.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réside dans le ciel.
Étymologie: οὐρανός, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνοῦχος: обитающий в небе, небесный (ἀρχά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὸν οὐρανόν, ἀρχὴ οὐρ., ἡ κυβερνῶσα τὸν οὐρανόν, Αἰσχύλ. Χο. 960.

Greek Monolingual

οὐρανοῦχος, -ον (Α)
αυτός που συνέχει τον ουρανό («ἄξια δ' οὐρανοῦχον ἀρχὰν σέβειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

οὐρᾰνοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κρατάει τον ουρανό, ἀρχὴ οὐράνιος, αρχή, νόμος που διέπει τον ουρανό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οὐρᾰν-οῦχος, ον, [ἔχω]
holding heaven, ἀρχὴ οὐρ. the rule of heaven, Aesch.