οὐρανοῦχος
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
οὐρανοῦχον, (ἔχω) holding heaven, οὐ. ἀρχά the rule of heaven, A.Ch.960 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 418] den Himmel innehabend, bewohnend, ἀρχά, Aesch. Ch. 954.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui réside dans le ciel.
Étymologie: οὐρανός, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾰνοῦχος: обитающий в небе, небесный (ἀρχά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὸν οὐρανόν, ἀρχὴ οὐρ., ἡ κυβερνῶσα τὸν οὐρανόν, Αἰσχύλ. Χο. 960.
Greek Monolingual
οὐρανοῦχος, -ον (Α)
αυτός που συνέχει τον ουρανό («ἄξια δ' οὐρανοῦχον ἀρχὰν σέβειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
οὐρᾰνοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κρατάει τον ουρανό, ἀρχὴ οὐράνιος, αρχή, νόμος που διέπει τον ουρανό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
οὐρᾰν-οῦχος, ον, [ἔχω]
holding heaven, ἀρχὴ οὐρ. the rule of heaven, Aesch.