πάντοθι
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
Adv. everywhere, Arat.743, AP4.1.48 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 464] überall; sp. D., wie Arat. 743; Mel. 1 (IV, 1, 47), u. Nonn. öfter.
French (Bailly abrégé)
adv.
partout.
Étymologie: πᾶς, -θι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντοθι [πᾶς] adv., overal.
Russian (Dvoretsky)
πάντοθῐ: adv. повсюду, везде Anth.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -θι].
Greek Monotonic
πάντοθῐ: (πᾶς), επίρρ., παντού, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοθῐ: Ἐπίρρ. πανταχοῦ, Ἀνθ. Π. 4. 1, 48, Ἄρατ. 743.
Middle Liddell
[πᾶς]
everywhere, Anth.