παγκρότως
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ἐρέσσειν, to row all in time or with a great noise, A.Supp. 723.
German (Pape)
[Seite 436] mit großem Geräusch, ἐρέσσεται, Aesch. Suppl. 704.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un grand bruit.
Étymologie: πᾶς, κρότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκρότως [πᾶς, κρότος] adv., met veel geraas.
Russian (Dvoretsky)
παγκρότως: adv. с сильным или мерным шумом (ἐρέσσειν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παγκρότως: ἐρέσσω, κωπηλατῶ ὁμοῦ ἐν χρόνῳ καὶ ῥυθμῷ (πρβλ. συγκροτέω ΙΙ. 3), ἢ μετὰ μεγάλου κρότου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 723.
Greek Monolingual
παγκρότως (Α)
επίρρ. με χρόνο και ρυθμό ή με μεγάλο κρότο («παγκρότως ἐρέσσειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κρότος.