παιδοτροφία
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ, rearing of children, raising of children, Antipho Soph.66, X.Oec.7.21, Pl.R.465c, D.22.65, 24.172, Men.Epit.37, J.AJ2.6.2, etc.; of animals, raising of the young Opp.C.3.161.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ, Ernährung und Erziehung der Kinder; Plat. Legg. II, 666 e Rep. V, 465 c; Xen. Oec. 7, 21 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'élever (de nourrir) des enfants.
Étymologie: παιδοτρόφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοτροφία -ας, ἡ [παιδοτρόφος] het grootbrengen van kinderen.
Russian (Dvoretsky)
παιδοτροφία: ἡ выращивание детей или воспитывание детей Plat., Plut.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παιδοτροφία) παιδοτρόφος
1. η διατροφή τών παιδιών
2. ανατροφή τών παιδιών.
Greek Monotonic
παιδοτροφία: ἡ, ανατροφή παιδιών, μεγάλωμα τέκνων, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτροφία: ἡ, τὸ παιδοτροφεῖν, Πλάτ. Πολ. 465C, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
παιδοτροφία, ἡ,
the rearing of children, Plat. [from παιδοτρόφος