παιδολετήρ
From LSJ
English (LSJ)
παιδολετῆρος, ὁ, child-slaying, Suid.:—fem. παιδολέτειρα, ἡ, murderess of her children, E.Med. 849(lyr.), APl.4.138.
German (Pape)
[Seite 441] ῆρος, ὁ, Kindermörder, VLL.
Greek Monolingual
παιδολετήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. παιδολέτειρα και παιδολέτρια και παιδολέτις (Α)
αυτός που φονεύει τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ὀλετήρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. ανδρολέτειρα].
Greek Monotonic
παιδολέτηρ: -ῆρος, ὁ, φονιάς παιδιών· θηλ. παιδολέτειρα, φόνισσα παιδιών, σε Ευρ.
Middle Liddell
παιδολέτηρ, ῆρος, ὁ,
murderer of children: fem. παιδολέτειρα, murderess of children, Eur.