παλιντράπελος
From LSJ
English (LSJ)
[τρᾰ], ον, = παλίντροπος II.2, Pi.O. 2.37.
German (Pape)
[Seite 451] = παλίντροπος; Μοῖρα θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ, Pind. Ol. 2, 37, Schol. ἀντεστραμμένον; Poll. 6, 164 nennt das W. βίαιον.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιντράπελος: (ρᾰ) Pind. = παλίντροπος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντράπελος: -ον, = παλίντροπος, Πινδ. Ο. 2. 69. - Ἐπίρρ. -λως, Βυζ.
English (Slater)
πᾰλιντρᾰπελος causing a change Μοῖρ' πῆμ ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ (O. 2.37)
Greek Monolingual
παλιντράπελος, -ον (Α)
αντίθετος, ενάντιος.
επίρρ...
παλιντραπέλως (Α)
με παλινωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αοριστικό θ. τραπ- του ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (βλ. λ. ευ-τράπελος)].
Greek Monotonic
πᾰλιντράπελος: -ον, = παλίντροπος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
πᾰλιν-τράπελος, ον, = παλίντροπος, Pind.]