παντερπής
From LSJ
English (LSJ)
παντερπές, all-delighting, ἰαχὰ αὐλῶν Lyr.Adesp.96, cf. Opp.C. 3.149.
German (Pape)
[Seite 463] ές, allergötzend, Opp. Cyn. 3, 149 u. a. sp. D.; vgl. Plut. non posse 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait agréable ou qui charme tout le monde.
Étymologie: πᾶν, τέρπω.
Russian (Dvoretsky)
παντερπής: в высшей степени приятный, дающий величайшее наслаждение (ἰαχὴ αὐλῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παντερπής: -ές, ὁ τοὺς πάντας τέρπων, Ποιητὴς παρὰ Πλούτ. 2. 1104Ε, Ὀππ. Κυν. 3. 149.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
ευχάριστος σε όλους («ἰαχᾱς παντερπέος αὐλῶν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. ευτερπής].