παρακολλώ
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek Monolingual
-άω / παρακολλῶ, -άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν
ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ
νεοελλ.
1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα
2. προσκολλώμαι σε κάποιον
3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα
αρχ.
στερεώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κολλῶ].