παραμονάριος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ὁ, watchman, Cod.Just.1.3.45.3.
Greek (Liddell-Scott)
παραμονάριος: ὁ, ὁ παραμένων ἐν τῷ ναῷ καὶ φυλάττων αὐτόν, φύλαξ ναοῦ, φύλαξ, φρουρός, -προσέτι προσμονάριος Ἰουστιαν. Κῶδ. 1. 3, 46 § γ΄, Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, 768Α, κλ.
Greek Monolingual
ό, ΝΜ
εκκλ. εκκλησιαστικός τίτλος που αποδιδόταν κατά τους πρώτους αιώνες σε ορισμένους κληρικούς σημαντικών ναών ή και μοναστηριών, με ιδιαίτερα καθήκοντα στην οικονομική διαχείριση και στην κοινωνική δράση τών ενοριών ή τών μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραμον- του παραμένω (πρβλ. παραμονή) + κατάλ. -άριος (πρβλ. λεγεωνάριος)].