παραρπάζω
From LSJ
English (LSJ)
filch away, AP11.153 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 496] (s. ἁρπάζω), daneben oder von der Seite wegreißen, Lucill. (XI, 153).
French (Bailly abrégé)
dérober, ravir frauduleusement.
Étymologie: παρά, ἁρπάζω.
Russian (Dvoretsky)
παραρπάζω: тайно похищать, утаскивать (ἄρτους καὶ κλάσματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παραρπάζω: ἁρπάζω πλαγίως, Ἀνθ. Π. 11.153· π. τι ἑαυτῷ Εὐσέβ.
Greek Monolingual
Α
αρπάζω κάτι με πλάγιο τρόπο, ξαφρίζω, σουφρώνω.
Greek Monotonic
παραρπάζω: αρπάζω πλαγίως, σε Ανθ.