παρασιώπησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A passing over in silence, a rhetor. figure, Quint. Inst.9.3.99, Trypho Trop.p.199 S., Herm. in Phdr.p.188 A.
2 metaph., intermission, Sch.Ptol.Tetr.161.
German (Pape)
[Seite 498] ἡ, das Verschweigen einer Sache bei einer Gelegenheit, wo man sie erwähnen könnte, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
παρασιώπησις: ἡ, τὸ παρέρχεσθαι ἐν σιγῇ, ῥητορ. σχῆμα δι’ οὗ αὐτὴ ἡ σιγὴ ἀποτέλεσμα ἔχει τὴν διέγερσιν προσοχῆς εἰς τὸ παρασιωπώμενον πρᾶγμα, Κλήμ. Ἀλ. 609, πρβλ. Quintil. 9. 3, 99.
Russian (Dvoretsky)
παρασιώπησις: εως ἡ рит. (лат. praeteritio) фигура умолчания Quint.