παρεισέρπω
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
aor. -είρπῠσα, creep in secretly, Ph. ap. Eus.PE8.14.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισέρπω: ἀόρ. -είρπῠσα, εἰσέρπω, εἰσέρχομαι λάθρα, Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 391Α.
Greek Monolingual
Α
εισέρπω, μπαίνω σέρνοντας κάπου χωρίς να γίνω αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσέρπω «έρπω μέσα»].