παρεισχέω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισχέω Medium diacritics: παρεισχέω Low diacritics: παρεισχέω Capitals: ΠΑΡΕΙΣΧΕΩ
Transliteration A: pareischéō Transliteration B: pareischeō Transliteration C: pareischeo Beta Code: pareisxe/w

English (LSJ)

pour in beside, metaph., in Pass., γυναῖκες π. παρά τινα πλαγίᾳ θύρᾳ Eun.VSp.477B.

German (Pape)

[Seite 513] (s. χέω), dabei eingießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισχέω: εἰσχέω προσέτι, χύνω προσέτι εἰς, Εὐνάπ. 55, 18.

Greek Monolingual

Α εισχέω
χύνομαι, συγκεντρώνομαι κι εγώ μαζί με άλλους.