παρεισχέω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: παρεισχέω | Medium diacritics: παρεισχέω | Low diacritics: παρεισχέω | Capitals: ΠΑΡΕΙΣΧΕΩ |
Transliteration A: pareischéō | Transliteration B: pareischeō | Transliteration C: pareischeo | Beta Code: pareisxe/w |
pour in beside, metaph., in Pass., γυναῖκες π. παρά τινα πλαγίᾳ θύρᾳ Eun.VSp.477B.
[Seite 513] (s. χέω), dabei eingießen, Sp.
παρεισχέω: εἰσχέω προσέτι, χύνω προσέτι εἰς, Εὐνάπ. 55, 18.
Α εισχέω
χύνομαι, συγκεντρώνομαι κι εγώ μαζί με άλλους.