παρηΐς
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
παρηΐδος, ἡ, later form of παρήϊον, A.Ch.24 (lyr.), Trag.Adesp. 548 (lyr.); παρειὰν προσβαλεῖν παρηΐδι E.Hec.410; λευκὴν… παρηΐδα Id.El.1023: pl., διὰ παρηΐδων A.Th.534:—contr. παρής, παρῇδος, E.IA 187 (lyr.), AP9.745 (Anyt.); pl. παρῇδες E.IA681; dat. παρῇσι Phryn.Trag. 13 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 520] ΐδος, ἡ, = παρειά, παρήϊον; στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων, Aesch. Spt. 516; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς, Ch. 24; λευκή, Eur. Med. 923; παρειὰν προσβαλὼν παρηΐδι, Hec. 410; Phryn. bei Ath. XIII, 564 f. S. παρῄς.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
joue.
Étymologie: παρειά.
Greek Monolingual
-ΐδος και παρηϊάς, -άδος και συνηρ. τ. παρῇς, -ῇδος, ἡ, Α
παρήϊον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά «μάγουλο» + επίθημα -ίς / ιάς].
Greek Monotonic
πᾰρηΐς: -ίδος, ἡ, μεταγεν. τύπος του προηγ., σε Αισχύλ., Ευρ.· συνηρ. παρῇς, -ῇδος, σε Ευρ.· πληθ. παρῇδες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰρηΐς: ΐδος ἡ щека, ланита Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρηΐς -ΐδος, ἡ, contr. παρῄς -ῇδος [~ παρειά] wang.