παστρικός

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ιά
1. ο χωρίς βρομιές, καθαρός
2. μτφ. αγνός, άσπιλος, άψογος («έχει το μέτωπο παστρικό»)
3. (μτφ. ειρωνικά) κακοήθης, φαύλος («παστρικό υποκείμενο»)
4. το θηλ. ως ουσ. η παστρική
πόρνη που δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα
5. το θηλ. ως ουσ. η παστρικιά
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαστρικός < σπαστρεύω (βλ. λ. παστρεύω)].